Όλα του τα υπάρχοντα ήταν ένας κήπος, που καλλιεργούσε επί Τραϊανού με μεγάλη επιμέλεια. Ο άγιος Φωκάς καταγόταν από την Σινώπη και η ενασχόληση αυτή με τα φυτά, τα άνθη, τα λαχανικά και τους καρπούς, τον ευχαριστούσε πολύ. Το εισόδημά του από τον κήπο ήταν πολύ μικρό. Καθώς όμως ήταν πολύ οικονόμος και ολιγαρκής στις ανάγκες του, μπορούσε πάντοτε να το διαθέτει στους φτωχούς. Ο άρχοντας έστειλε στρατιώτες να τον φονεύσουν. Χωρίς να το γνωρίζουν φιλοξενήθηκαν από αυτόν. Όταν του είπαν ότι αναζητούν κάποιον Φωκά, ετοίμασε τον τάφο του και τους δήλωσε ότι αυτός ήταν. Οι στρατιώτες λυπήθηκαν και είπαν ότι θα δηλώσουν πως δεν τον βρήκαν. Εκείνος παρεκάλεσε να τον θανατώσουν. Και προσεφέρθη ως ευχάριστη θυσία στον Θεό.
Η αγία Αριάδνη έζησε στους χρόνους των βασιλέων Αδριανού και Αντωνίου. Ήταν δούλη στον οίκο του Τερτούλλου. Επειδή αρνήθηκε να συνεορτάσει σε ειδωλολατρικό ναό για τα γενέθλια του παιδιού του, βασανίστηκε σκληρά και αφέθηκε χωρίς φροντίδα. Όταν οι άνθρωποι του ηγεμόνα άρχισαν και πάλι να την καταδιώκουν, ζήτησε να προφυλαχτεί σε μία μεγάλη πέτρα, που σχίστηκε στα δυο και δέχτηκε στο εσωτερικό της την Αγία, ενώ εκείνοι καταστράφηκαν και χάθηκαν «εξ επιφανείας Αγγέλων εφίππων δόρατα κατεχόντων».
Οι τρεις αδελφές Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη κατάγονταν από επιφανή ιταλική οικογένεια και ενωρίς ήλθαν και κατοίκησαν στη Ρώμη με τη μητέρα τους Σοφία. Η χήρα μητέρα τους τις «εξέθρεψε» κατά το παράγγελμα του Παύλου «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Επί Αδριανού (2ος αι.), στο φοβερό διωγμό, οι τρεις αδελφές με τις προσευχές και την ενθάρρυνση της μητέρας τους υπέμειναν με αξιοθαύμαστη καρτερία μαρτυρικό θάνατο (12 ετών η Πίστη, 10 η Ελπίδα και 9 η Αγάπη). Η μητέρα τους Σοφία, η οποία αντίκρυσε με θαυμαστή υπομονή το μαρτύριο των θυγατέρων της, έζησε μετά τον θάνατό τους τρεις μόνο μέρες, τόσο όσο χρειαζόταν να φροντίσει για την ταφή τους.