Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

« Η ΣΚΟΥΦΑΤΗ, ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ »


    Ήμουν τότε νέος και υπηρετούσα, πρωτοδίκης, σ’ ένα νησί του Ιονίου. Η γυναίκα μου είχε μανία με τα πουλιά του κλουβιού, προπάντων τα καναρίνια και σιγά-σιγά μου την κόλλησε και μένα. Το πρώτο καναρίνι που κίνησε το ενδιαφέρο μου και κατόπι την αγάπη μου, είχε μπει χειμώνα στο σπίτι μας από το παράθυρο του κήπου, σα να ζητούσε ζεστασιά, τροφή και περιποίηση. Μικρό, σχεδόν αφτέρωτο ακόμα -οι φτερουγίτσες του κι η ουρίτσα του μόνο ήταν φτερωμένες, μα τα πούπουλα στο αχαμνό κορμάκι ήταν λίγα κι αραιά, κι η κορφή του κεφαλιού φαλακρή- θα είχε φύγει απ’ το κλουβί όπου μόλις είχε γεννηθεί, και θα ’θελε βέβαια, μα δε θα ’ξερε να γυρίσει. Εύκολα το πιάσαμε και το βάλαμε σ’ ένα κλουβάκι. Άλλο καναρίνι δεν είχαμε τότε. Το κρεμάσαμε μπροστά στο παράθυρο της κάμαράς μας, και κάθε πρωί που το περιποιόταν η γυναίκα μου, μου άρεσε να βλέπω τα σκιρτήματα της χαράς του όταν του έβαζε το κεχρί, και τα παιχνίδια του μέσα στο μπανάκι με το φρέσκο νερό. Ήταν, αλήθεια, χαριτωμένο.
     Μία μέρα, φύσηξε ένας δυνατός αέρας, άνοιξε απότομα το παράθυρο που δεν ήταν καλά κλεισμένο, κι έριξε κάτω το κλουβί. Το καναρινάκι χτύπησε, φαίνεται, ζαλίστηκε, φοβήθηκε κιόλα, και φούσκωσε σε μίαν άκρη με τα μάτια κλειστά, σαν άρρωστο, ετοιμοθάνατο. Το μπουφάραμε και συνήλθε. Τότε πήδησε και στάθηκε πάνω στο ξύλο του. Αλλ’ αμέσως, αν και ημέρα, σκέπασε το γυμνό του κεφαλάκι με τη φτερουγίτσα του κι αποκοιμήθηκε. Με συγκίνησε αυτό το κίνημα, κι από την ώρα εκείνη, μπορώ να πω, αγάπησα το καναρινάκι μας. Το βράδυ ξύπνησε καλά και σε λίγο, με μερικά χαρούμενα «κιουί-κιουί», ξανακοιμήθηκε. Το πρωί, πριν σηκωθεί η γυναίκα μου, το περιποιήθηκα μόνος μου. Και από τότε μου άρεσε πολύ να του βάζω το φαγάκι του, το αυγό του, το μαρούλι του, το σαβαρέν του, να του αλλάζω το νερό του μπάνιου του και να το βλέπω κάμποση ώρα να λούζεται, να τρώει, να παιχνιδίζει και να χοροπηδά σαν τρελό…
    Σιγά-σιγά με συνήθισε, μ’ αγάπησε κι εκείνο, και παρατήρησα πως χαιρόταν περισσότερο όταν το περιποιούμουν εγώ παρά η γυναίκα μου. Ξυπνούσε πολύ πρωί, μα όσο μ’ έβλεπε στο κρεβάτι μου με τα μάτια κλειστά, δεν έβγαζε μιλιά. Και μόνο όταν τ’ άνοιγα άρχιζε τα, ατέλειωτα «κιουί» του. Το ίδιο με υποδεχόταν με τις χαρούμενες αυτές φωνίτσες κάθε φορά που μ’ έβλεπε να μπαίνω στην κάμαρα. Ήταν θηλυκούλι, δεν κελαϊδούσε. Μα και τα «κιουί» του ήταν δυνατά, εκφραστικά, ωραία. Μου φαινόταν πως μου μιλούσε. Κι ήταν η πρώτη φορά που αγαπούσα κι εγώ πουλί του κλουβιού, γιατί έβλεπα τη συνεννόησή του με τον άνθρωπο και την αγάπη του σ’ αυτόν, ενώ πρωτύτερα ενόμιζα πως τα ζωάκια αυτά δεν ήταν σε θέση να μας καταλαβαίνουν και να μας αγαπούν σαν τα μεγάλα κατοικίδια, τους σκύλους, τις γάτες, τις γίδες, τις αγελάδες και τ’ άλογα…
     Το καναρινάκι εκείνο το χάσαμε από σπυρί. Αλλά μέσα σε λίγα χρόνια, πολλά άλλα πέρασαν από τα χέρια μας, κι όλα τα είχα αγαπήσει, και λυπόμουν πολύ όταν μας ψοφούσαν, ή μας έφευγαν από κακή φύλαξη, ή μας τα ’τρωγε καμιά γάτα…με το να τα περιποιούμαι μάλιστα μαζί με τη γυναίκα μου, να τα παρακολουθώ, να τα προσέχω, είχα μάθει πως κάθε καναρίνι είχε το «χαρακτήρα» του. Δυο όμοια δεν υπήρχαν, ούτε στο εξωτερικό, ούτε στην ψυχή. Σαν τους ανθρώπους, ήταν κι αυτά κακά ή καλά, περήφανα ή ταπεινά, ζηλιάρικα ή ανεκτικά, φρόνιμα ή άταχτα, φαγούδικα ακόμη ή λιτά…Ήθελαν λοιπόν τον τρόπο τους, τη μεταχείρισή τους, και προπάντων όταν σ’ ένα κλουβί ζούσαν δυο ή τρία.
     Κάποτε, στο ίδιο ακόμα νησί του Ιονίου, ενώ είχαμε ένα ωραιότατο και ζωηρότατο αρσενικό κανάρι, που, αν και μικρό ακόμα, κελαϊδούσε θαυμάσια, μας έφεραν και δυο μικρές κανάρες. Τις είχε παραγγείλει η γυναίκα μου, γιατί εσκόπευε να παντρέψει τον Τζίκο μας -έτσι λέγαμε το αρσενικό κανάρι- και ν’ αναστήσει καναρινάκια, πράγμα που δεν το είχε κάνει ως τότε. Τις βάλαμε λοιπόν σ’ ένα κλουβί μαζί, και τις μελετούσαμε -ο Τζίκος δεν τις είχε ιδεί ακόμα- για να κρίνουμε ποια από τις δυο ήταν πιο κατάλληλη για…νύφη.

 

     Πολύ όμορφες, αλήθεια, οι κανάρες μας, με άσπρα και χλωμοκίτρινα φτερά, μ’ έξυπνα ματάκια και με κομψές μυτίτσεςˑ προπάντων εκείνη που τη λέγαμε Σκουφάτη, γιατί στην κορφή του κεφαλιού είχε μια τούφα, σα σκουφίτσα, από σκούρα καφετιά φτεράκια. Γρήγορα όμως είδαμε πως η ωραία κανάρα είχε όλα τα γνωρίσματα μιας κακής γυναίκας: αναίδεια -που την έδειχνε κι η στάση της και το βλέμμα της- εγωισμό, σκληρότητα και ζήλεια. Την άλλη, που τη λέγαμε Ηλέκτρα, γιατ’ ήταν πιο κίτρινη, δεν την άφηνε σε χλωρό κλαδί. Όλο το κλουβί το ήθελε δικό της. Όταν η Ηλέκτρα έκανε ν’ ανεβεί στην κουλούρα για να κουνηθεί, η Σκουφάτη πηδούσε κοντά της, την έσπρωχνε, τη στρίμωχνε και την τσιμπούσε, ώσπου την ανάγκαζε να κατεβεί. Στο μπάνιο δεν την άφηνε να μπει καθόλου, κι η καημένη εκείνη μόνο με τα ραντίσματα, που η άλλη της έστελνε άθελα καθώς λουζόταν, έπρεπε να ’ναι ευχαριστημένη. Ούτε να φάει μαζί της την άφηνε, και μόνο άμα χόρταινε καλά-καλά η Σκουφάτη, μπορούσε κι η Ηλέκτρα να ζυγώσει το κουπάκι με το κεχρί…
     Α, μ’ αυτή δεν ήταν κατάσταση! Έπρεπε να τις χωρίσουμε, γιατί η κακή κόντευε να φάει την καλή, ή μάλλον η δυνατή την αδύνατη…αλλά επειδή επλησίαζε ο καιρός του ζευγαρώματος -κοντά το Πάσχα μας είχαν πει- είπαμε να κάνουμε λίγη υπομονή: τη μια μόνο θα μεταθέταμε στο κλουβί του Τζίκου, κι έτσι θα χωρίζονταν. Αλλά ποια από τις δυο θα ήταν η εκλεκτή; Εγώ έλεγα να προτιμήσουμε την Ηλέκτρα, για να τιμωρηθεί η Σκουφάτη για την κακία της (ήμουν, βλέπετε και δικαστής). Η γυναίκα μου όμως, που κοίταζε τη ράτσα, ήθελε τη Σκουφάτη, που ήταν πιο ωραία και πιο δυνατή. Κι ίσως θα υποχωρούσα, αν άξαφνα δε συνέβαινε κάτι που με θύμωσε και μ’ αναστάτωσε.
     Ήταν ακριβώς το Μεγάλο Σάββατο. Είχαμε βάψει τ’ αυγά, κι επειδή τα καναρίνια δεν ενήστευαν -ή μπορούσαν να κάμουν Πάσχα και λίγες ώρες νωρίτερα- καθάρισα ένα σφιχτό και τους μοίρασα τον κρόκο του: μισό στο κλουβί του Τζίκου, που ήταν στη σάλα, και μισό στο κλουβί της Σκουφάτης και της Ηλέκτρας, στην κάμαρά μας. Όρμησαν κι οι δυο σαν τρελές στον έκτακτο μεζέ. Αλλά, κατά τη συνήθειά της, η Σκουφάτη, η εγωίστρια, τον ήθελε όλο δικό της. Κι επειδή κι η άλλη επίμενε -ε, δεν επρόκειτο πια για κεχρί ή μαρούλι- η κακή της ρίχτηκε άγρια και της έδωσε τέτοιες τσιμπιές και χτυπιές με τις φτερούγες της, και κλωτσιές με τα νυχάτα της πόδια, ώστε η κακομοίρα έπεσε κάτω ζαλισμένη. Αναγκάστηκα ν’ ανοίξω το κλουβί και να χώσω το χέρι μου για να τις χωρίσω. Εχώρισα ακόμα και το κομμάτι του κροκού για να ’χουν να τρώνε κι οι δυο. Αλλά δεν αρκέστηκα σ’ αυτά. Ο τρόπος της Σκουφάτης με αποτρόπιασε, κι αποφάσισα στη στιγμή να την τιμωρήσω σκληρά: Όχι αυτήν, αλλά την καλή Ηλέκτρα θα ζευγάρωνα με τον Τζίκο.
     -Ας μην είναι τόσο όμορφη και δυνατή, είπα της γυναίκας μου. Έννοια σου, κανάρα είναι κι αυτή, τη δουλειά της θα την κάνει. Αλλά πρέπει να τιμωρηθεί αυτή η κακίστρα, για να μάθει. Και μάλιστα θα την κάνω να ιδεί με τα μάτια της την καταδίκη της σε…αγαμία, και την ευτυχία της άλλης, που την είχε τόσον καιρό δυστυχισμένη μέσα σ’ αυτό το κλουβί. Κι εμπρός! Αμέσως!
     Κουβάλησα το κλουβί με τις δυο κανάρες στη σάλα και το κρέμασα μπροστά στο κλουβί του Τζίκου. Ήταν η πρώτη φορά που βλέπονταν τα ετερόφυλα και το θέαμα ήταν πραγματικώς ενδιαφέρον. Ο Τζίκος όρμησε με λαχτάρα στα σύρματα του κλουβιού του, ανοίγοντας και κουνώντας τις φτερούγες του, με τα πιο δυνατά, γλυκά και χαρούμενα κελαϊδήματά του. Εκείνες στάθηκαν ακίνητες και τον κοίταζαν εκστατικές. Η Σκουφάτη με αναίδεια, με ξετσιπωσιάˑ η Ηλεκτρα με συστολή και σεμνότητα. Γύρισα στη Σκουφάτη:
     -Σ’ αρέσει; Της είπα. Ναι, μα δεν είναι για τα δόντια σου! Αυτόν που βλέπεις, επειδή δεν μπορώ να τον κόψω στα δυο σαν το αυγό, θα τον φάει όλον η Ηλέκτρα. Και συ, κακομοίρα, θα κοιτάζεις απέξω και θα σκας. Έτσι σου πρέπει!
     Είπα τότε και μου έφεραν το μεγάλο κλουβί με τις φωλιές που είχαμε αγοράσει για το ζευγάρωμα. Και μπροστά στη Σκουφάτη, έβαλα μέσα σ’ αυτό τον Τζίκο και την Ηλέκτρα, αφήνοντας εκείνην στο δικό της μονάχη. Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, να το ανεχτεί. Με κοίταζε με απορία, με παράπονο, κι έπειτα ορμούσε στα σύρματα του κλουβιού της, σα να ’θελε να τα σπάσει, να μπει στο άλλο και να κατασπαράξει την αντίζηλη. Αλλά βλέποντας πως αυτό της ήταν αδύνατο, απελπίστηκε και στάθηκε ακίνητη σε μιαν άκρη του ξύλου της, να κοιτάζει -με τι ζήλεια, με τι σπαραγμό ψυχής- τα φιλιά και τα παιχνίδια του Τζίκου και της Ηλέκτρας, που είχε αρχίσει κιόλα να τραβά τρίχες από την τούφα που είχε σ’ ένα μέρος το μεγάλο κλουβί, και να στρώνει τη φωλιά τους!
     -Την κακομοίρα! Έκαμε με οίκτο η γυναίκα μου.
     - Σκληρή η τιμωρία, είπα εγώ, μα της αξίζει…
     -Μα ξέρεις τ’ είν’ αυτό;…
     -Μα γιατί ξέρω σου λέω.
     -Ας την πάρουμε από δω, να μη βλέπει τουλάχιστο.
     -Όχι, θα την αφήσω εδώ, ίσα-ίσα για να βλέπει. Μ’ αυτή είναι η τιμωρία!
     Σε λίγο αφήσαμε τα πουλιά, πέσαμε με τα μεγαλοσαββατιάτικα και τα ξεχάσαμε. Ήρθαν και τα τσουρέκια απ’ το φούρνο, εβράδιασε, φάγαμε λίγο, και, άμα χτύπησαν οι καμπάνες, πήραμε τα κεριά μας και πήγαμε στην εκκλησιά.
     Όταν γυρίσαμε μετά την Ανάσταση, καθήσαμε να φάμε τη μαγειρίτσα μας και να τσουγκρίσουμε τα κόκκιν’ αυγά. Και χωρίς να θυμηθούμε καθόλου τα καναρίνια -το βράδυ άλλωστε δεν τα κοιτάζαμε ποτέ- πέσαμε να κοιμηθούμε.
     Το πρωί, όταν ξύπνησα, δεν άκουσα κανένα «κιουί», δεν είδα κανένα κλουβί, και τότε θυμήθηκα. «Τι να κάνουν, συλλογίστηκα, τα καναρίνια, πώς να πέρασαν το ζευγάρι κι η τιμωρημένη;»
     Ντύθηκα γρήγορα και πήγα στη σάλα.
     Το μεγάλο κλουβί με τον Τζίκο και την Ηλέκτρα αντηχούσε από κελαϊδήματα και φτερουγίσματα χαράς. Το μικρό με τη Σκουφάτη, κρεμασμένο αντίκρυ, ήταν σιωπηλό σαν άδειο…Ούτε η Σκουφάτη φαινόταν πουθενά. Μπα! Είχε φύγει; Μα πως το κατόρθωσε;
     Πλησιάζω, ανεβαίνω σ’ ένα σκαμνί, και τι να ιδώ;
     Η μικρή κανάρα, στο βάθος του κλουβιού, ήταν πεσμένη χάμω ανάσκελα. Είχε σκάσει από το κακό της!
     Θε μου, πως τη λυπήθηκα! Και πως μετάνιωσα για την τιμωρία που της είχα επιβάλει! Είχα φανεί πιο κακός κι απ’ αυτήν, κι η μεγάλη μου δικαιοσύνη -τώρα το έβλεπα- δεν ήταν παρά μεγάλη αδικία. Ήμουν δικαστής. Αλλά ποιος νόμος, ποιο άρθρο νόμου όριζε τέτοια τιμωρία; Αχ, γιατί να μη συλλογιστώ πως αυτή η Σκουφάτη μόνο είχε το δικαίωμα να ενωθεί με τον Τζίκο και να ευτυχήσει, ακριβώς γιατ’ ήταν πιο κακή από την άλλη; Η Φύση, που την έκαμε ικανή να τα θέλει όλα δικά της και να τα παίρνει με το χέρι της -όπως θα έπαιρνε της άλλης και τον Τζίκο, αν την άφηνα ελεύθερη- η Φύση ήξερε τι έκανε κι είχε το σκοπό της. Εγώ γιατί μπήκα στη μέση και τα χάλασα; Και να, τ’ ωραίο και δυνατό πουλί, που του άξιζε όλη η ευτυχία, τώρα -κι ύστερ’ από τι μαρτύριο!- ήταν χάμω νεκρό…
     Ποτέ μου δεν έκανα θλιβερότερο Πάσχα.

(Ο Ποπολάρος και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Αδελφοί Βλάσση, σελίδες 199-205)

      
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου